Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


Σάββατο 31 Μαΐου 2008

ΔΕΝ ΕΙΝ' ΕΔΩ...


Δεν είν' εδώ πια λάθη

μεγάλα και τρελά.

Ένα νεκρό φεγγάρι

σωπαίνει εκεί ψηλά.


Η πόλη και τα φώτα

είν' τόσο μακριά,

όπως όταν τα νιάτα

κοιτάζη μια γριά.


Κι εγώ βρίσκομαι ξένος

μέσα στον κόσμο αυτό,

σαν ένας πεθαμένος

στον ίδιο του εαυτό


Μήτσος Παπανικολάου

FRAGMENTUM

Ήθελες κάτι να μου πης και δε σου το ρωτούσα
(Το καλοκαίρι είχε σωθή και τ' άνθη που αγαπούσα).

Ήθελες κάτι να μου πης και το 'χα λησμονήσει
(τη ρίζα που καθόμαστε - θυμάσαι - έχουν γκρεμνίσει).

(Είχε από τότε εντός μου σε φθινόπωρο γυρίσει).
Μου είπες, α, ναι! - πως μ' αγαπάς - μα το 'χω λησμονήσει...

Τέλλος Άγρας

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Ο χορός της ψυχής

Τα χέρια ξεμακραίνω
παίρνοντας τα μάτια
καί το σώμα γυρνώ
απ' το μυαλό
βγάζω την ιδέα
απ' την καρδιά
σκίζω εσένα.
Για πάντα το όνειρο
ποτέ δε με κοίμησε
στου έρωτα την αγκαλιά.
Τρέχω μακριά
το αίμα σκορπίζει στον άνεμο
μέσα στον καθρέφτη
του παρελθόντος
ένα σάλτο και χύνομαι
σε γνώριμα χώματα
ο χορός της αμόλυντης ψυχής
παλλόμενες φτερούγες
που κοιτούν τα πάντα
με ελπίδα.
Σ' είδα με το ένα πόδι
γατζωμένο στου καθρέφτη
τις κόχες
να ματώνεις και να ουρλιάζεις.
Συ κουβαλάς και το δικό μου δαίμονα.
Μ' άστραψε
κι η μαυρίλα εχάθη.
Και να σου που όλα
εξαγνίστηκαν
κι έφυγες αγνός μαζί τους.

Θεσσαλονίκη 28/5/08

Τρίτη 27 Μαΐου 2008


"Φευ φευ, βροτοίς έρωτες ως κακόν μέγα"

"Αχ, οι έρωτες! Χαμός για τους ανθρώπους!"

Ευριπίδου Μήδεια

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Σήκω και πάλεψε!

Ο εχθρός μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας. Τίποτα όμως δεν είναι ακατόρθωτο. Μόλις "πέσει" επάνω μας η χάρις του Κυρίου, τότε γινόμαστε άλλοι άνθρωποι και βιώνουμε τα καλά που μας προσφέρει ο Θεός για την ειλικρινή μας μετάνοια. Το μεγαλύτερο αμάρτημα είναι να μη σηκωθείς, αφότου έχεις πέσει. Σήκω και πάλεψε! Ο Θεός ποτέ δε σου δίνει κάτι που δεν μπορείς να αντέξεις και να νικήσεις.

Κυριακή 25 Μαΐου 2008


Πριν σου στείλει ο Θεός τον Σταυρό που σηκώνεις, τον κοίταξε με τα πάνσοφα μάτια Του, τον εξέτασε με τη θεία λογική Του, τον ήλεγξε με την ατέλειωτη δικαιοσύνη Του, τον θέρμανε στην γεμάτη αγάπη καρδιά Του, τον ζύγισε καλά με τα στοργικά Του χέρια, μην τυχόν και πέσει βαρύτερος απ' όσο μπορείς να σηκώσεις.
Κι αφού υπελόγισε το θάρρος σου, τον ευλόγησε, και τον απίθωσε στους ώμους σου. Μπορείς να τον σηκώσεις! Κράτησέ τον κι ανέβαινε από τον Γολγοθά προς την Ανάσταση.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008


Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ' τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να 'χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο.
Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι θα πιάσει
σαν γυαλί μια στιγμή θα ραγίσει, θα σπάσει
θα χωρίσουν μετά κι ο καθένας θα πάει
σ' έναν κόσμο μισό που τους δυο δεν χωράει.



Τον εαυτό του παιδί- Μάριος Φραγκούλης

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

Συμβουλές προς τους εξεταζόμενους μαθητές


Ό,τι θα διαβάσετε παρακάτω είναι ένα από τα πολλά που μπορούν να συμβούν σε ένα μαθητή που δεν μπορεί να κυριεύσει το άγχος του, έστω κι αν μια φορά αγχωθεί λίγο παραπάνω.
Πανελλήνιες. Πριν δύο χρόνια έδωσα κι εγώ και πέρασα εκεί που ήθελα. Τι έχω να θυμάμαι μόνο από τις Πανελλήνιες; Ότι μόνο αν τιθασεύσεις το άγχος σου κι έχεις διαβάσει μπορείς να τα καταφέρεις. Στον εαυτό μου το άγχος δεν "έβγαινε" με κρίσεις πανικού, κλάματα, αλλά με οργανικά προβλήματα. Σε όλη την τρίτη λυκείου είχα οργανικές διαταραχές άλλοτε στο ένα άκρο άλλοτε στο άλλο. Στο φροντιστήριο που πήγαινα άλλοι έτρεμαν όταν απαντούσαν στις ερωτήσεις, άλλοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν απ' το πολύ άγχος, άλλοι αρρώσταιναν. Εγώ ήμουν στη Θεωρητική. Το δικό μου άγχος συγκεντρώνεται λίγο πριν μας μοιράσουν τα γραπτά. Ήμουν διαβασμένη, είχα άγχος σε φυσιολογικά επίπεδα, ούτε αναισθησία, ούτε και πανικός, είχα κοιμηθεί κανονικά και εκτός από την αναμενόμενη σύγχυση πριν αρχίσεις να γράφεις όλα τα υπόλοιπα κύλησαν ως επί το πλείστον ομαλά.
Βρισκόμασταν στη μέση των Πανελληνίων. Ιστορία Κατεύθυνσης. Ιστορία "πονεμένη". Διάβαζα 22 ώρες. Το ίδιο βράδυ πριν δώσουμε το μάθημα από το άγχος μου δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Το επόμενο πρωί ήμουν σαφέστατα ταλαιπωρημένη. Μας μοίρασαν τα γραπτά. Προτού ξεκινήσω γύρισα μία μία τις σελίδες μέχρι την τελευταία διαβάζοντας και τις οδηγίες του Υπουργείου. Γύρισα στην αρχική και ξεκίνησα να απαντώ στις ερωτήσεις. Στο κεφάλι μου το χάος. Έφτασα στην πρώτη πηγή που θυμάμαι ήταν για το κίνημα στο Γουδί, ένα κεφάλαιο που ποτέ δε συμπάθησα και δεν το ήξερα με την ίδια ευχέρεια που ήξερα άλλα. Αυτήν που ξεκίνησα και ολοκλήρωσα με επιτυχία ήταν και η μόνη πηγή που έγραψα. Τελείωσα τελευταία και παρέδωσα το γραπτό μου. Ήμουν ικανοποιημένη, αλλά κάπως προβληματισμένη, γιατί είχα κάνει κάποια μικρο-λαθάκια στις ερωτήσεις της πρώτης ομάδας.
Πήγα στο φροντιστήριο. Ήταν μια άλλη κοπέλα από το τμήμα μου κι έλεγε στην καθηγήτριά μας τι είχε γράψει. Εγώ από τις δικές της απαντήσεις αντιλαμβανόμουν ότι τα είχα πάει καλά. Το ίδιο και στην πηγή για το Γουδί. Μάλιστα η κυρία χαρακτηριστικά μου είπε μπράβο για τον επίλογο που διάλεξα να γράψω παρμένο από ένα σημείο μέσα στο βιβλίο.
"Για το Βενιζέλο"; Ρωτάει η καθηγήτριά μας την κοπέλα.
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα..."ποιο Βενιζέλο ρε παιδιά; πού μας ρωτούσε για τον Βενιζέλο"; Η κοπέλα ξεκίνησε να της λέει. Και τότε συνειδητοποιώ ότι δεν έγραψα τη δεύτερη πηγή που μας ρωτούσε για τον Βενιζέλο και το προσφυγικό ζήτημα.
"Ποιο Βενιζέλο"; ρωτάω επί λέξει την κυρία μας. Γυρίζει και με κοιτάει με ένα τέτοιο βλέμμα άρνησης της πραγματικότητας, αλλά και προσπάθειας διατήρησης της ψυχραιμίας. Δεν την είδα. Είχα γυρίσει όλες τις σελίδες πριν ξεκινήσω, είχα διαβάσει και τις οδηγίες του Υπουργείου, αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο είχα ξεχάσει την ύπαρξη της δεύτερης πηγής. Σαν να μην την είχα δει ποτέ μου. Δεν έστριψα σελίδα τελειώνοντας την πρώτη πηγή. Έγραψα μία άριστη πρώτη πηγή και υποσχόμουν μια εξίσου τέλεια δεύτερη, σύνολο 18.5, διότι είχα χάσει 1.5 μονάδα από την πρώτη ομάδα. Αντ' αυτού πήρα 13.5 στην Ιστορία. Γιατί; εξαιτίας του κουρασμένου μου μυαλού. Εξαιτίας της αϋπνίας και του άγχους της προηγούμενης βραδιάς.
Γι αυτό μαθητές σε όλη την Ελλάδα μη φοβάστε. Είναι το μέλλον σας. Απλά κυνηγήστε το. Μπορείτε όλοι χωρίς άγχος, χωρίς υστερίες, γιατί αυτά δε βοηθούν κανέναν και ιδίως εσάς. Το άγχος σας μπορεί να σας αρρωστήσει μέχρι να σας κάνει να χάσετε τις εξετάσεις σας.
Να τρέφεστε σωστά, να κοιμάστε σωστά, να διαβάζετε με μέτρο, να ξεκουράζεστε, να βγαίνετε έστω και μία βόλτα να περπατήσετε, για να καθαρίσει το μυαλό σας και ΠΟΤΕ μα ΠΟΤΕ διάβασμα το πρωί πριν φύγετε για το σχολείο. Θα τα ξεχάσετε όλα. Είναι θέμα εγκεφάλου.

Πολλή επιτυχία σε όλους τους μαθητές! Καλή αρχή ! Ο Θεός μαζί σας!
Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,
όπως εκείνο το δέιλι που σε άφησα
με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,
ψυχή μου,
που πάνω του, στα δυτικά,
κρέμονταν κιόλας
χλωμά τα άστρα.

Γέλασα αρκετά,
καρδιά μου,
γιατί συγκρούστηκα παίζοντας
με το σκυθρωπό πεπρωμένο
την ίδια ώρα
μέσα στο γαλανό δείλι του
κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.

Εκείνο το μοναδικό σούρουπο
όλα ήταν τόσο γλυκά
όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν
αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι
μόνο πουλιά μεγάλα
που το δείλι
πετούν πεινασμένα στον
σκοτεινιασμένο ουρανό

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Σάββατο 17 Μαΐου 2008


ΑΓΑΠΗ
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Κώστας Καρυωτάκης

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Ερώτημα αναπάντητο

Για ποιον υπάρχω;
βυθίστηκα στην λογική των τρελών
που άψυχα μυαλά
σωματούμενα
θεωρώντας πως είναι
βίασαν στον πάτο της αυτάρκειας.
Μα οι αποστάτες
πάντα τιμωρούνται σε τούτο τον κόσμο.
Άσε με κι απόψε
να κλείσω τα μάτια δίπλα σου
όσο μπορώ να σε βλέπω
στο φως.
Πριν ξεφτίσω κι εγώ,
η μόνη σου ελπίδα.
Σε τούτο το δωμάτιο
απόψε δεν υπάρχω.
Οι σοβάδες κατέρρευσαν.
Οι άνθρωποι σε τάφους χωθήκανε.
Εσύ αχνοφαίνεσαι
στα μάτια μου μπροστά.
Κι Εσύ η τεκούσα τον Λόγον
συγχώρεσε τον άλογο τάφο
που θα με σκεπάσει
και τα όνειρά μου
χώμα και χορτάρι
θα τα φτιάξει.
Κάποτε…υπήρξα;

Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν...

Είναι όταν ορμάς στην αγκαλιά του μόλις τον βλέπεις.


Έχεις τον κόσμο όλο μέσα στα χέρια σου. Έχεις αυτόν που αγαπάς κοντά σου.
Η καρδιά σας ξεχειλίζει από πάθος κι έρωτα, από συγκίνηση κι ευτυχία.

Το όνειρο και το θαύμα μαζί. Οι δυο σας μαζί. Κι ο κόσμος όλος η αγκαλιά του.

Κι οι στιγμές περνούν. Ξέρεις πως φτάνει η ώρα που θα δεις το σώμα του να μακραίνει. Τον αγαπάς πιο πολύ, του φιλάς τα χέρια, τον αγκαλιάζεις, γιατί ο κόσμος σου νιώθεις πως γκρεμίζεται και δεν μπορείς να ζεις την επανάληψη αυτής της φθοράς.

Η ώρα του αποχαιρετισμού. Ο πιο δυνατός χάνει. Γιατί είναι αυτός που πρέπει να βαστάξει τον πόνο του και τον πόνο του άλλου. Μόνο λίγα δάκρυα τιμής ένεκεν...κι αυτά βουβά.

Αντίο. Ξανά. Κι ο δρόμος μπροστά το ίδιο αδιέξοδο. Τα μάτια σου πια δε φτάνουν να δουν το αμάξι που χάθηκε στης πόλης τη βαβούρα.

Και πάμε πάλι στης πόλης την ίδια ζωή. Περιμένοντας τη μέρα που η καρδιά θα χτυπάει ξανά. Μα η ζωή δεν περιμένει. Γι αυτό ζήσε όπως και να 'χει...ζήσε.

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Λαβύρινθος

Ένα αόρατο πνεύμα
με οδηγεί να σκύψω
να δω τι κρύβω
κάτω από τούτο
το ομοίωμα ανθρώπου.
Είναι δυο πόδια
φοβισμένα που πατούν
αβέβαια το μικρό ασήμαντο χαλάκι.
Κι είναι δυο χέρια
μαζεμένα που τρέμουν
στο έσω τους να ξεχειλίσουν
από ορμή
και να γράψουν την ιστορία
της ζωής τους.
Μα άλλο ένα βράδυ
που το φως
της τυπικής λάμπας
έσβησε από το ίδιο
μαινόμενο και βουβό χέρι.

Θεσσαλονίκη, Τρίτη, 13 Μαΐου 2008

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Mάχη στην άκρη της νύχτας (1952)

...πικρή νύχτα
σαν την αδικία πικρή.
...ο ουρανός απόψε είναι τυφλός.
...πικρή νύχτα
σαν την ταπείνωση μικρή.
Για να ζήσουμε
πρέπει ν' αρνηθούμε
πως είναι νύχτα
ν' αρνηθούμε
πως θα ξημερώσει.
Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.
Mας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας
μ' ένα τραγούδι σιγανό
τη κάνατε το τραγούδι αυτό;
O κόσμος είναι για την ευτυχία.


Tάσος Λειβαδίτης

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Περίπου

Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, τις στάλες
που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, τ’ άχυρο εκείνο
που ‘φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου,- τα παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις;

Γιάννης Ρίτσος
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948

Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ' άπ' τή ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Ὑπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι γι' αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' άπ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' άπ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικο αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ἠ καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασ' επάρκεια κάποτε.

Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για νά 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου νά ῾ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.

Κική Δημουλά

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Και πώς να σου μακρύνω...;


Παρακαλώ, θυμού καλά ό,τι σου λέω τώρα,

και γλήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα.

κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ' είδα ποτέ μου,

μα ένα κερί αφτούμενο εκράτουν κι ήσβησέ μου.

μα όπου κι αν πάω, όπου βρεθώ, κι ό,τι καιρόν κι α ζήσω,

τάσσω σου άλλη να μη δω μηδέ ν' αναντρανίσω.

Καλλιά 'χω σ' εμέ θάνατο παρ' άλλη με ζωή μου,

για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

Οι ομορφιές σου έτοιας λογης το φως μου ετριγυρίσα,

κι έτοιας λογής οι ερωτιές εκεί σ' εζγουραφίσα,

που σ' όποιον τόπο κι α στραφώ, τα μάτια όπου γυρίσω,

πράμ' άλλο δε μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.

Κι ας είσαι 'ς τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,

χαιρετισμό να μου 'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω.


Ερωτόκριτος - Ο αποχαιρετισμός και το δαχτυλίδι στ. 1393 - 1406

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Μην τους κάνεις το χατίρι



Ντροπή οι βελόνες γεμάτες ετούτο το βάρος κοιτάν να το διώξουν

Κι εσύ το χατίρι τους κάνεις, τη φλέβα γεμίζεις

Αδειάζεις εκείνες και ζεις μεσ΄ τον λήθαργο που θέλουν αυτοί

Που το ρολόι τους λέει πόσα θα πάρουν λεπτό το λεπτό, στιγμή τη στιγμή

Κλέβουνε φίλε μου απ΄ τον κήπο σου ακόμη ένα λουλούδι

Από την προσευχή σου κλέβουνε ακόμη μια ευχή

Απ' τα μάτια σου παίρνουνε ακόμη μια εικόνα

Και σου χρεώνουν σα κατάρα ένα πανέμορφο χειμώνα

Μια ατελείωτη λήθη και μια ψεύτικη γη

Ενώ εσύ αναρωτιέσαι αν θα ανταμώσεις άλλη αυγή.

Stavento- Ψυχή μου βάστα

Ακούς τη φωνή της μουσικής μα αυτή η φωνή είναι το μέσα σου που κράζει πνιγμένο από το βρώμικο που το ποτίζεις νερό. Τα σωθικά σου έχουν καεί κι ο ήλιος σε τυφλώνει. Έτσι χαμηλά όπου έχεις πέσει κάτω από αμέτρητα σκεπάσματα φθοράς κάθε αχτίδα αληθινού φωτός σε πνίγει πιο πολύ και νομίζεις πως τούτος είναι ο θάνατος. Είναι όμως μια πλάνη. Και τι κάνεις; Τρέφεσαι με το επινοημένο φως που διαρκεί λίγο, σε δηλητηριάζει και σε κάνει να μπερδεύεις το αληθινό απ' το ψεύτικο, τη ζωή απ' το θάνατο. Γι αυτό, όπως λέει και το τραγούδι κάνε κουράγιο και πες...ψυχή μου βάστα θα φύγουμε από δω.

Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θά χω πια φωνή να τα μιλήσω.
Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες,
κι ύστερα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα.
Σταύρωνες τα χέρια σου γύρω στα γόνατά σου,
αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.
Να με θυμάσαι- μού λεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου·
με τα μαλλιά μου ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω.
Λοιπόν, πώς νά χω πια τη φωνή.
Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά») - Γιάννης Ρίτσος

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

Ύμνος στον έρωτα

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ακούς.

Μονόγραμμα - Οδυσσέας Ελύτης