Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005)

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Απόψε


Χρόνια πολλά
γιορτές και χαρές περιμένουν
ψηλά στα γενέθλια
σύννεφα βγαίνουν
βροχές και θα πέσουν
φωτιά και θα στάξει το φως


Να φέξει ο καιρός
κεράκια χιλιάδες να ανάψουν
φυσώ και τα σβήνω
τα χρόνια περνούν ευτυχώς


Ο χρόνος τρελός
και ο τόπος γλιστράει
από τα πόδια
γυμνός απομένεις
χαζός να κοιτάς να σωπαίνεις


Κι αν σίγουρος ήμουν
πως θα βρω το δρόμο
στο χάρτη του κόσμου
σημείωσα μόνο
πως χάθηκα


Χαμένος καιρός
τα χρόνια που λείπεις
τραγούδια της λύπης
σαχλά μουρμουρίζουν τριγύρω
στα ραδιόφωνα κλαίνε
και λέξη δεν λένε
να μοιάζει για λίγο αλήθεια



Πατώ το κουμπί
γιορτή στην τηλεόραση πάλι
σικέ εκπομπή να μας φτιάξει κεφάλι
χορεύουν γελούν και μισιούνται
στον τρύπιο φακό
το κακό ταξιδεύει ως εδώ


Σε θέλω πολύ
απόψε που όλα μικραίνουν
και οι ώρες πεθαίνουν
κοιτάζω το χρόνο να λιώνει


Να ρθεις να με βρεις
γιατί όλα σε θέλουν
σε θέλει και η νύχτα
σαν μέρα που λάμπει
και σπέρνει τον κόσμο ξανά


Να ρθείς να με βρεις
γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα
χαρά δεν ζητώ και ούτε λύπη αντέχω
εσένα αν δεν έχω εδώ


Το εδώ πουθενά
το τώρα ποτέ
αν δεν έρθεις η θάλασσα πλάνη
τα γέλια μας λάθος
κι οι φίλοι δεν είδαν
και οι δρόμοι στο τίποτα
απόψε εάν δεν έρθεις εδώ


Να ρθεις...


http://www.youtube.com/watch?v=V_df3D98dME

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Αόρατο κενό

Κοιτάζω πια το κορμί μου
διάτρητο.
Αγέρηδες βουβοί λυσσομανούν
ακάλεστοι εντός του.
Φεύγουν οι ζωές μου, χάνονται.
Έπαθλα των τιμών που μου φορτώσατε
τις ώρες που σκλαβώνατε τη μοναξιά μου.

Κοιτάζω την ψυχή μου
διάτρητη.
Κι ειν’ οι πληγές παράσημα
που μου καρφώσατε χωρίς την άδειά μου.
Και μ’ όσα φέρω επάνω μου κενά
στα μάτια σας κοιτώ με πλήρη γνώση.
Ορθώνω τις πληγές που μου στοιβάξατε
και προσκυνώ το κάθε αίτημά σας.

Βουβοί αφέντες των λυγμών
και των δακρύων μου
και μύστες της ζωής μου.
Έχω στο μάγουλο κεντημένο το φιλί σας
κι είν’ η τιμή σας μια ολάκερη ζωή
κάτι απ’ το λίγο της ψυχής μου, που αφήσατε
να πνέει μέσα στο απρόσιτο κενό.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009


Ο μοντέρνος άνθρωπος δεν τολμά να σκεφθεί πως κάθε μέρα, κάθε στιγμή, μπορεί να πεθάνει, να παραδώσει ψυχή, πόσο μάλλον να 'χει ετοιμαστεί να δώσει λόγο.

Ο άνθρωπος που δεν έχει λαξεύσει τη μορφή της ζωής του τρέμει από φόβο μπροστά στο θάνατο γιατί αυτός του παρουσιάζεται άμορφος. Όπως δεν μπόρεσε να δώσει μορφή στη ζωή του δεν μπορεί να δώσει και την ανάστροφη μορφή του θανάτου του.


Άρθουρ Αντάμωφ (Πρόλογος στο "Το βιβλίο της φτώχειας και του Θανάτου" του Ρίλκε)


Έχουμε εκπορνευθεί ως την αιωνιότητα

και γεννάμε σ' ένα κρεβάτι πόνου

τον ψευδοκαρπό του θανάτου μας.

Και το έμβρυο ζαρωμένο και θλιβερό

σκεπάζει τα βλέφαρά του με τα χέρια του

σαν κάτι φριχτό να το απειλεί

και πάνω στο προτεταμένο μέτωπό του

διαβάζεται κιόλας το σημάδι

της αγωνίας όλων αυτών που δεν υπέφερε.

Και όλοι μας τελειώνουμε σαν κόρες με σκισμένη κοιλιά

που πεθαίνουν στη γέννα.


Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Το άρωμα


Με κεριά στα μάτια
έρπω στα νώτα σου.
Φέγγω στα μονοπάτια
που αφήνεις το άρωμά σου
και μεθώ βουβά την ψυχή σου.

Και καθώς η νύχτα απλώνεται
σε βλέπω σε ήχους και κρυφές συναγωγές
σφίγγω τα χείλη μου μη βγει η ανάσα
μην ταράξει την απόκρυφη σιγή
κι άγνωστοι φόβοι σε πάρουν μακριά μου.

Μαινόμενα χέρια παλεύουν σε άγνωστες μελωδίες
και κάτω απ’ το γυμνό φεγγάρι
σε νιώθω το πιο αθώο θύμα μου
που ανήμπορα προσφέρεται
στην πλάνη της αγκαλιάς μου.

Εμπρός στην ακαταμάχητη θολότητα της νύχτας
οι μέρες σου μου δωρίζονται
κι η ψυχή σου αφήνεται στην κυριότητά μου.
Κι ό, τι ποθώ μου δίνεται
χωρίς αναστολές
και πεθαίνει μόλις έρθει η αυγή.

Η μαγική διαστροφή μου
σα χάδι στους ανήξερους αμνούς
που ευλαβικά με προσκυνούν
και με δωροδοκούν με την ψυχή τους.
Μα εγώ κρατώ μόνο τ’ άρωμά τους
και το γεύομαι κάθε αυγή
καθώς με απαρνιούνται.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Η άλλη φωνή


Τι πλάνη κι αυτή
να θάβεις τον εαυτό σου
στων ανθρώπων την άλλη βοή.
Στα δόντια τους να βλέπεις
το αίμα των ονείρων σου
να τρέχει να χαθεί
στων ανθρώπων την άλλη βοή.

Κι έτσι βουβή να μαίνεσαι
με πλανεύτρες ερινύες
πισθάγκωνα δεμένος στο κατάρτι
ο νους σου να ψελλίζει
ψίχουλα φωνής
που μάζεψε στο χρόνο.

Μα οι Σειρήνες τραγουδούν το σκοπό σου.
Πρέπει κοντά τους να πας.
Αυτές θα σου χαρίσουν τη γη.
Αυτές θα σου δείξουν των ανθρώπων
την άλλη φωνή.