Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
(Παραλλαγή)

Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη
από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του
θα 'φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον,
τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη,
κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή,
σάλευε κιόλας μες στο διάστημα

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε
με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών
από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
κι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα,
με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους,
με το μάτι εγύριζαν τις εποχές,
ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα

Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ,
μοναχά το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε
τους καταρράχτες...

Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή
πάνω απ' τα βάραθρα, την είπανε Αρετή
και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.

Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει
κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου η γη
από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι
ανεξήγητα μελανουργήσει

Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά
στην αγκαλιά του Όρους, καθώς μέσα
στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.

Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες,
έχουν να κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός,
μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει
από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.


Οδυσσέας Ελύτης

4 σχόλια:

Ψυχολόγος είπε...

Γλυκειά μου Ελενίτσα. Υπέροχα τα γραφόμενά σου.

Έλενα είπε...

Ο εφευρετικότατος και σοφότατος Ελύτης έκανε πάλι το θαύμα του!

ΑΝΘΗ είπε...

Το ποίημα υμνεί τους νεκρούς που θυσιάστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο. Ο φωτολάτρης ποιητής Ελύτης μεταφέρει τους γενναίους νεκρούς στα ''Σκοτεινά μέρη''. Το φως εναλλάσσεται με το σκοτάδι. Η έννοια του θανάτου καταργείται, καθώς μέσα στη φρίκη του πολέμου έρχεται το ''ζωντανό τριφύλλι'' να βεβαιώσει ότι η ζωή συνεχίζεται, με φορέα την Αρετή. Κι ενώ ''η νοσταλγία (του καπνού του πολέμου)ξεθυμαίνει απ'τις χαραμάδες του ύπνου των γενναίων'', η θυσία τους διατηρείται ανέπαφη στον Καιρό. Ένας νέος κόσμος αναγεννημένος ελπίζει να ζήσει!
Καλή κι ευλογημένη μέρα!

Έλενα είπε...

Αυτός ο ύπνος ανήκει στους αθάνατους ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ. Κι αυτή η παραλλαγή αφιερώνεται σ' αυτή την αισιοδοξία που δίνει ο θάνατος κάθε γενναίου, που ο Καιρός κι άπασες οι συνειδήσεις των απλών ανθρώπων τους κατέστησαν αθάνατους, φώτα πορείας προς μια νέα πραγματικότητα.

Σ' ευχαριστώ πολύ που μας προσφέρεις την κριτική και τις γνώσεις σου, γιατί αυτό ακριβώς επιζητούμε σ'αυτόν το χώρο, τη γόνιμη ανταλλαγή ιδεών, την καρποφόρα επικοινωνία.
Καλωσόρισες! Άρχισαν να πληθαίνουν οι φιλόλογοι αναγνώστες! Πολύ χαίρομαι!