Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Αίμα και νερό

Ήμουν ο αμνός
και σφαγιάστηκα.
Τα σωθικά μου
ντύθηκαν τη μαυρίλα
του φονιά μου.
Αίμα και νερό δε φτάσαν
να ξεπλύνουν το κακό.
Μέσα σ’ αυτό πορεύομαι.
Πιάνομαι, επάνω του ορμάω.
Γι αυτό ζω
κι απ’ αυτό πεθαίνω.
Κι όσο το δέρμα μου ζαρώνει
τόσο πιο μέσα μου φωλιάζει
και γω τ’ αγκαλιάζω, μ’ ανοχή.
Δεν το αγαπώ.
Η καρδιά μου είναι παγωμένη.
Το στόμα μου είναι ξεραμένο.
Θα πεθάνω παρέα μ’ αυτό.


Βόλος, 10/2/09

3 σχόλια:

Σταλαγματιά είπε...

Τα βλέπεις όλα μαύρα και είναι καλή μου.
Κάποιες στιγμές έτσι νιώθουμε όλοι μα δεν πρέπει να κρατά πολύ.
Όλα κάποτε τελειώνουν ακόμη και ο πόνος αρκεί να το θέλουμε.
Αρκεί να το προσπαθούμε.
Μετά την βροχή βγαίνει ένα υπέροχο ουράνιο τόξο μην το ξεχνάς αυτό!!

Έλενα είπε...

Κάθε άλλο...:)Ένα ποίημα είναι...δεν κάθομαι να γράφω ό,τι νιώθω, χωρίς να σημαίνει ότι είμαι μια μηχανή που παράγει συναισθήματα μέσα απ' το γραπτό λόγο...δεν είναι όλα μαύρα και δε θα πάψω ποτέ να το πιστεύω αυτό. Μένει απλά να πιστέψουμε ακόμα και σ' αυτό που δε βλέπουμε για να γίνουμε πιο δυνατοί ενώ μας χτυπάνε.

Έλενα είπε...

Είναι άδικο για το ποίημα, το ίδιο το ποίημα να το κρίνουμε ως τη γνώμη του ποιητή. Ο ποιητής είναι εκεί και δεν είναι. Ο αναγνώστης πού είναι; Αυτόν ψάχνω να αντικρύσω.
Είναι ασύλληπτο το πώς μπορεί να απογειωθεί ένα ποίημα όταν τα μάτια μας είναι ανοιχτά. Όταν η φαντασία μας είναι ζωντανή.