Λόγω έλλειψης τεχνικής υποστήριξης δεν μπόρεσα να αναρτήσω υτό μου το άρθρο στην ώρα του. Έστω και λίγες μέρες αργότερα κατορθώνω να εκφράσω λίγα ακόμη λόγια αγάπης και μνήμης για έναν σπουδαίο άνθρωπο της ελληνικής Εκκλησίας, τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
28 Ιανουαρίου 2008. Ο Χριστόδουλός μας κοιμήθηκε. Το τέλος της επίγειας ζωής του συγκλόνισε τον ελληνικό λαό, γιατί ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε πολλούς. Ακόμη και σήμερα μπαίνω σε σπίτια και τον βλέπω σε φωτογραφίες δίπλα σε φωτογραφίες συγγενών της οικογένειας.
Ξέρω ότι πολλοί δυσαρεστήθηκαν απ’ τη δημόσια συμπεριφορά του, άλλοι από προσωπικές υποθέσεις κι είναι απόλυτα λογικό, λόγω της ιδιαίτερης θέσης του, της εξουσίας που κατείχε. Ξέρω όμως ότι η απουσία του τρυπάει βαθιά τις καρδιές πάμπολλων Ελλήνων απανταχού. Η απώλειά του είναι απροσπέλαστη, γιατί ήταν ένας και μοναδικός και ιδιαίτερος και ικανός. Είχε αρετές που ένας ιερέας ίσως δεν τις χρειάζεται, μα ο Χριστόδουλός μας ήταν όντως κάτι διαφορετικό.
Όσοι πάτησαν πάνω στον τάφο του θα κριθούν, όπως κι εκείνος, μα όταν ο λαός σε αναγνωρίζει όλοι οι άλλοι αποτελούν αγκαθάκια που στρέφουν το κακό στους εαυτούς τους.
Εγώ δεν τον θυμάμαι πολύ ως Μητροπολίτη μας, γιατί ήμουν μικρή το ’98. Θυμάμαι τη χαρά όλων όταν εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος. Θυμάμαι τα ανάμεικτα συναισθήματα που υπήρχαν που ο λαός της Μαγνησίας θα τον αποχωρίζονταν. Έναν πνευματικό ταγό που βοήθησε τον τόπο και τα έργα του μένουν ως σήμερα να θυμίζουν στους νεώτερους την προσφορά του.
Δυστυχώς δεν τον έζησα. Έμελλε η πρώτη κι η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα από κοντά, εγώ μόνο, να ήταν στον ύστατο ασπασμό, όταν κείτονταν στη Μητρόπολη Αθηνών, σ’ αυτό το άνευ προηγουμένου λαϊκό προσκύνημα. Περίμενα πεντέμισι ώρες στην παγωνιά, από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Αλλά δεν τον θυμάμαι έτσι. Δε θέλω να τον θυμάμαι έτσι όπως τον αντίκρισα. Πάνω απ’ όλα θυμάμαι τον Χριστόδουλό μας για το χαμόγελό του, για το γλυκύτατο χαμόγελό του, που ακόμη και στις πιο δύσκολες ώρες δεν τον εγκατέλειψε. Τον θυμάμαι τέλος για το λόγο του, το ρηξικέλευθο λόγο του, την οξύνοιά του, την αμεσότητά του με τους νέους, αλλά και το πάθος του να υπερασπίζεται τα θεμέλια της Εκκλησίας όταν αυτά σείονταν.
Σε θυμόμαστε ακόμη δικέ μας Χριστόδουλε, εμείς οι Βολιώτες που σ’ είχαμε πολύ καιρό δίπλα μας. Δε σε ξεχνάμε ποτέ, δε σε λησμονούμε από τις προσευχές μας. Μας λείπει η φιγούρα σου, μας λείπει η παρουσία σου και πολλοί άνθρωποι μείνανε κενοί απ’ την απώλειά σου. Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, αφού αυτό θέλησε ο Θεός.
Ξέρω ότι πολλοί δυσαρεστήθηκαν απ’ τη δημόσια συμπεριφορά του, άλλοι από προσωπικές υποθέσεις κι είναι απόλυτα λογικό, λόγω της ιδιαίτερης θέσης του, της εξουσίας που κατείχε. Ξέρω όμως ότι η απουσία του τρυπάει βαθιά τις καρδιές πάμπολλων Ελλήνων απανταχού. Η απώλειά του είναι απροσπέλαστη, γιατί ήταν ένας και μοναδικός και ιδιαίτερος και ικανός. Είχε αρετές που ένας ιερέας ίσως δεν τις χρειάζεται, μα ο Χριστόδουλός μας ήταν όντως κάτι διαφορετικό.
Όσοι πάτησαν πάνω στον τάφο του θα κριθούν, όπως κι εκείνος, μα όταν ο λαός σε αναγνωρίζει όλοι οι άλλοι αποτελούν αγκαθάκια που στρέφουν το κακό στους εαυτούς τους.
Εγώ δεν τον θυμάμαι πολύ ως Μητροπολίτη μας, γιατί ήμουν μικρή το ’98. Θυμάμαι τη χαρά όλων όταν εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος. Θυμάμαι τα ανάμεικτα συναισθήματα που υπήρχαν που ο λαός της Μαγνησίας θα τον αποχωρίζονταν. Έναν πνευματικό ταγό που βοήθησε τον τόπο και τα έργα του μένουν ως σήμερα να θυμίζουν στους νεώτερους την προσφορά του.
Δυστυχώς δεν τον έζησα. Έμελλε η πρώτη κι η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα από κοντά, εγώ μόνο, να ήταν στον ύστατο ασπασμό, όταν κείτονταν στη Μητρόπολη Αθηνών, σ’ αυτό το άνευ προηγουμένου λαϊκό προσκύνημα. Περίμενα πεντέμισι ώρες στην παγωνιά, από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Αλλά δεν τον θυμάμαι έτσι. Δε θέλω να τον θυμάμαι έτσι όπως τον αντίκρισα. Πάνω απ’ όλα θυμάμαι τον Χριστόδουλό μας για το χαμόγελό του, για το γλυκύτατο χαμόγελό του, που ακόμη και στις πιο δύσκολες ώρες δεν τον εγκατέλειψε. Τον θυμάμαι τέλος για το λόγο του, το ρηξικέλευθο λόγο του, την οξύνοιά του, την αμεσότητά του με τους νέους, αλλά και το πάθος του να υπερασπίζεται τα θεμέλια της Εκκλησίας όταν αυτά σείονταν.
Σε θυμόμαστε ακόμη δικέ μας Χριστόδουλε, εμείς οι Βολιώτες που σ’ είχαμε πολύ καιρό δίπλα μας. Δε σε ξεχνάμε ποτέ, δε σε λησμονούμε από τις προσευχές μας. Μας λείπει η φιγούρα σου, μας λείπει η παρουσία σου και πολλοί άνθρωποι μείνανε κενοί απ’ την απώλειά σου. Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, αφού αυτό θέλησε ο Θεός.
Αυτό το άρθρο κανονικά έπρεπε να αναρτηθεί στο μπλογκ "Διάλογος να γίνεται" λόγω θεματικής, αλλά η προσδοκία μου να ακουστούν λόγια για αυτόν τον άνθρωπο με έκαναν να το τοποθετήσω εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου