Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
Σ' όλον τον κόσμο....
....κι αυτό είναι δυνατόν, αν αφήσουμε το Χριστό να φωτίσει με τη γέννησή Του μέσα μας....
....κι αυτό είναι δυνατόν, αν αγαπήσουμε τον άνθρωπο....τον άνθρωπο μέσα μας, τον άνθρωπο γύρω μας...
Κι έτσι σιγά σιγά τα λόγια θα γίνουν πράξη...
Ευλογημένα Χριστούγεννα!!!
Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010
Ο αναγνωρισμός
και το βλέμμα σκοτεινό, ρημαγμένο
με τους πόρους να ιδρώνουν
τις δικές μας αμετάφραστες λέξεις
κι άλλοτε τ’ όνειρο να σαστίζει τα κρεμασμένα μάτια
τις σάρκες που φάγωσε η ελπίδα
ως να ‘ταν πάλι εδώ με το λίβα το θαλασσινό
και τον αναστημένο χρόνο
να τις ξυπνά κι εμείς να γνωριζόμαστε
τα μάτια να πλέκουμε και τα χέρια
και στων σπιτιών μας τις αυλές
λουλούδια να πετάν από το δάκρυ μας
ως να ‘ταν πάλι εδώ...
Άκοπα λόγια κι άχρονα
και ψυχές που ποθήσανε τόσο.
Και πάντα το βλέμμα το γνώριμο
σα να σταθεί αντίκρυ
μας δένει κρυφά των δαχτύλων τις καμάρες
κι από τότες νέοι, νέοι πορευόμαστε
στη χώρα τη βαθειά φως σαν κρουνός
ανακρυμνίζεται και σχίζει των τρούλων
τους ανιστόρητους σταυρούς.
Φεύγουμε
ως να ‘ταν πάλι εδώ...
μαρτυρολόγια κι αγιολόγια
από τη λάβρα των λόφων
απ’ τα θαλασσινά κουφάρια
φεύγουμε
ελεύθεροι να κοιταχτούμε κατάματα
ως να ‘σουν πάλι εδώ
στ’ ακατέργαστα κύματα μέσα
στη μόνη αθάνατη πύλη.
Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Petite Fleur
Mieux que partout ailleurs
Au grand jardin de mon coeur
Une petite fleur
Cette fleur
Plus jolie qu'un bouquet
Elle garde en secret
Tous mes rêves d'enfant
L'amour de mes parents
Et tous ces clairs matins
Fait d'heureux
souvenirs lointains
Quand la vie
Par moments me trahi
Tu restes mon bonheur
Petite fleur
Sur mes vingt ans
Je m'arrête un moment
Pour respirer
Le parfum que j'ai tant aimé
Dans mon coeur
Tu fleuritas toujours
Au grand jardin d'amour
Petite fleur
Μικρό λουλούδι
Έχω κρύψει στο καλύτερο σημείο
Στον κήπο της καρδιάς μου, ένα μικρό λουλούδι
Αυτό το λουλούδι, πιο όμορφο κι από ανθοδέσμη
Κρατά μυστικά
Όλα μου τα παιδικά όνειρα
Την αγάπη των γονιών μου
Κι όλα αυτά τα φωτεινά πρωινά
Φτιαγμένα από ευτυχισμένες αναμνήσεις, μακρινές
Όταν η ζωή, προς στιγμή με προδίδει
Παραμένεις η ευτυχία μου
Μικρό λουλούδι
Στα είκοσί μου χρόνια
Σταματάω για λίγο
Να αναπνεύσω
Αυτό το άρωμα που τόσο έχω αγαπήσει
Στην καρδιά μου, θα ανθίζεις για πάντα
Στον μεγάλο κήπο της αγάπης
Μικρό λουλούδι.
Paroles: Fernand Bonifay et Mario Bua (1959)
Music: Sidney Bechet (1952)
Φωνές μουσικές.... Για πάντα ταξιδεύω μέσα από μουσικές κι αισθήματα, μ' ένα λουλούδι στον κήπο της καρδιάς μου ανθισμένο, να σταματώ ν' αναπνεύσω κοιτώντας μέσα μου, τον κήπο της καρδιάς μου που αναβλύζει.... λουλούδι της ζωής μου, φυλαχτό....
Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
Έλα απόψε
πήρε τα βάθη μου ο χρόνος
νύχτα πάλι κι είναι τα χέρια μου λευκά χαρτιά
βουβό το δάκρυ των σπιτιών τριγύρω
ρίξε στις πλάτες ήχο
να χορέψω στου δρόμου τη γωνιά που
φανερό το αφανέρωτο
στις στάχτες των νεκροζώντανων γειτόνων
σκάβω το χώμα, τις λέξεις που βυθίζονται
τις ψυχές που παίρνονται με τα μάτια μας
στη θύελλα λήθη των παθών…
Νύχτα πάλι κι είναι τα χέρια μου λευκά χαρτιά…
Έλα ξανά, άδεια μου ψυχή και νιώσε.
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
Μα ο τόπος αυτός
σαν αράχνη στον ξέπλεγο μετέωρο ουρανό
το ‘να μου χέρι κρύβεται και τ’ άλλο με προδίδει
χαραγμένοι σοβάδες υγροί οι ψυχές
Γιασεμί μεθυσμένο τη νύχτα μες στη σαγήνη
άλλους πλανεύεις κι άλλους ξεντύνεις νεκρούς
τ’ άλλο πρωί ήλιος αβάσταχτος λιώνει τις μορφές μας
γρήγορα ο άνθρωπος κλέβει απ’ την ψυχή του πολύ.
Ποια μνήμη σαν του αίματος κουβάρι κλωθογυρίζει
και μας καρτερεί, ποια ψυχή ν’ αφήσω την ψυχή μου
γιατί πολλά με θέλησαν να στέρξω και ρίζωσε
στου ορίζοντα μιαν άδικη καμπούρα
κι άλλο που τις κόγχες μου να κομματιάσω
δεν έμεινε στον κόσμο ετούτο
παρά ο άνθρωπος στον άνθρωπο σαν πέτρα να τριφτεί
να στρώσει, να λάμψει, να ξαστρίσει.
Με καρφώνει το ριζικό της πλάσης
σ’ έναν τόπο που βλασταίνει από το αίμα των αθώων
με χαράσσει χρόνος και μοναξιά
κάποιες λεύκες έξω απ’ τα άδεια μας σπίτια
που συνάγουν της ψυχής τον πεταμένο ουρανό.
Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010
Της Άρνης το νερό
Της Άρνης το νερό
Της αρνησιάς...
Αααα...
το πέρασες κι εχάθης
στα χείλη στάξε να το πιω
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία: Σταύρος Σιόλας
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Κάθισε εδώ κοντά μου
Μου 'λειψες ξαφνικά
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
Χτυπάει η μοναξιά
Μείνε λιγάκι ακόμα
Κάτι έχω να σου πω
Να πάρει ο αέρας χρώμα
Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Γι' αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν έχει μέτρημα
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα
στο πιο βαθύ σκοτάδι
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη
της νύχτας το σκοτάδι
φωτίζει το φιλί
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Κώστας Λειβαδάς
Τρίτη 13 Ιουλίου 2010
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος (1970)
Η παρακμή μιας εποχής... η Ελλάδα που ξεπουλά και ξεπουλιέται, μια αέναη συναλλαγή μέσα στα χρόνια, που τόσο ανίδεα συμπράξαμε και τώρα; Τώρα αναγνωρίζουμε τα ίχνη των λαθών μας, στ' απομεινάρια όσων καταρρέουν, τα τραγικά μας λάθη, που δεν ήταν των θεών η μανία, αλλά των ανθρώπων η μωρία... η αυτοκαταστροφή μας.
Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010
Αλκίνοος Ιωαννίδης - Φάτα Μοργκάνα
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΤΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ...
Ήθελα πολύ να μοιραστώ μαζί σας αυτό το τραγούδι σε ερμηνεία του Αλκίνοου Ιωαννίδη...και με κάποιους φίλους που δεν το πρόλαβαν χθες στη συναυλία του... Δυστυχώς το βρήκα σ' αυτή την ποιότητα, αλλά δεν πιστεύω ότι θα μας πειράξει και πολύ, γιατί η ποίηση του Καββαδία νιώθεται άμεσα απ' τον άνθρωπο κι η φωνή του Αλκίνοου μιλά στις αισθήσεις...
Παραθέτω τους στίχους...
"Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες τού Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει".
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -τὸ φοβερὸ παφλασμό.
Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.
Γιώργος Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι
Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Έαρ σαν πάντα
Πρώτα μικρή κ’ έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της
Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλείτερος καϋμός απ’ τον δικό της
Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κ’ εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη ωραιότατη.
Ελπίδα μας αυριανή.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα 1945
Σάββατο 5 Ιουνίου 2010
What the thunder said
The awful daring of a moment's surrender
Which an age of prudence can never retract
By this, and this only, we have existed
Which is not to be found in our obituaries
Or in memories draped by the beneficient spider
Or under seals broken by the lean solicitor
In our empty rooms
T.S. Eliot, The Waste Land (1922)
Σάββατο 8 Μαΐου 2010
Γιατί σιωπούμε...
Να μαζέψουμε τα σπασμένα μας κομμάτια...
Να κοιταχτούμε στο καθρέφτη...
Να λογαριαστούμε με τον εαυτό μας...
Να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας...
Να νιώσουμε τον άλλο...
Να ανασυνταχθούμε...
Να αδελφωθούμε...
Να σηκώσουμε ανάστημα...
Να πολεμήσουμε...
εμάς και τους εχθρούς μας...
"Τον ξἐνο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη"...
Δεν είναι ώρα ετούτη να αποδώσουμε τιμές στην ποίηση, τίποτε άλλωστε δε ζήτησε από εμάς. Απλά μας δωρίστηκε κι αυτή, μιαν άλλη πατρίδα, να κουβαλάμε μέσα μας...
"Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να
κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα"
"Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;...
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας".
Μα είναι τα λόγια ετούτα καθρέφτισμα της ύπαρξής μας μέσα στον χρόνο, μέσα στο χώρο αυτό, που τον πλάσαμε και μας έπλασε. Τι άλλο πια περιμένουμε για να αφουγκραστούμε την αλήθεια τους κι έστω στο τέλος να αναζητήσουμε τη χαμένη ανθρώπινη υπόστασή μας;
"Γιατί περάσαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας
που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε"
"Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια"
Παθητικά και μες στη συνήθεια, χάνουμε τον ανθρωπισμό μας, χάνουμε το κουράγιο μας να διεκδικήσουμε ό,τι μας στερούν και πάνε να καρπωθούνε. Αξίες που σφραγίζουνε την ύπαρξή μας και δίχως αυτές δεν υπάρχουμε. Άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, ψυχές χωρίς πρόσωπα.
"Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας...
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δε βρίσκω
τίποτε που να μην το συνηθίσατε".
Με το ένα πόδι στην απάτη και το δόλο, ανδρείκελα, ανθρωποειδή, ο ουρανός μας θολός κι οι καρδιές μας ναρκωμένες. Δεν έχουμε λόγο να υπάρχουμε κι όμως υπάρχουμε. Για να νικήσουμε το κακό που μας δέρνει, τη μάστιγα που πάει να επικαλύψει ό,τι μας δόθηκε απ' το Θεό απλόχερα και το σκορπίσαμε.
Αν ποθούμε την Άνοιξη πρέπει να παλέψουμε σκληρά. Να εξοντώσουμε τους κακούς εαυτούς μας, να ξορκίσουμε τα δαιμόνια του τόπου μας, που τον έχουν αλλοιώσει και μας μαζί. "Για να γυρίσει ο Ήλιος, θέλει δουλειά πολύ".
"ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνά
και τα βουνα σηκωνουν οι λαοι στον ωμο τους
και πανω τους η μνημη καιειακαυτη βατος.
Μνημη του λαου μου σε λενε Πινδο και σε λενε Αθω.
Ταραζεται ο καιρος
κι απ' τα ποδια τις μερες κρεμαζει
αδειαζοντας με παταγο τα οστα των ταπεινωμενων.
Ποιοι, πως, ποτε ανεβηκαν την αβυσσο;
Ποιες, ποιων, ποσων οι στρατιες;
Τ' ουρανου το προσωπο γυριζει κι οι εχθροι μου εφυγαν μακρυα.
Μνημη του λαου μου σε λενε Πινδο και σε λενε Αθω.
Εσυ μονη απ' τη φτερνα τον αντρα γνωριζεις
Εσυ μονη απ' την κοψη της πετρας μιλας.
Εσυ την οψη των αγιων οξυνεις
κι εσυ στου νερου των αιωνων την ακρη συρεις
πασχαλιαν αναστασιμη !
Αγγιζεις το νου μου και πονει το βρεφος της Ανοιξης !
Τιμωρεις το χερι μου και στα σκοτη λευκαινεσαι !
Παντα παντα περνας τη φωτια για να φτασεις τη λαμψη.
Παντα παντα τη λαμψη περνας
για να φτασεις τη ψηλα τα βουνα τα χιονοδοξα.
Ομως τι τα βουνα; Ποιος και τι στα βουνα;
Τα θεμελεια μου στα βουνα
και τα βουνα σηκωνουν οι λαοι στον ωμο τους
και πανω τους η μνημη καιειακαυτη βατος !"
Τρίτη 4 Μαΐου 2010
Αρχή σοφίας
πάω με κείνον που νικά».
Ο ένας
Λίγη δροσιά, ουρανέ μου,
και χάηδεμα τ' ανέμου,
κελάηδημα πουλιού,
ξανάνιωμ' Απριλιού!
Ανάσ', ανάσα λίγη!
Χρόνια η θελιά μας πνίγει.
Λίγη χαρά σ' αφτά
τα σκοτεινά γραφτά!
Σου πήρανε, λαέ μου,
το δίκιο του πολέμου
πατριδοκαταλύτες,
ξένοι και ντόπιο αλήτες!
Ο άλλος
Αν θέλεις να χαρείς
τη λεφτεριά, νωρίς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπή δεν είναι.
Θα ΄ναι μαζί σου οι νόμοι
κι η πλερωμένη γνώμη!
Πέτα την ανθρωπιά σου
κι απ' τον αφέντη πιάσου!
Κι άμα σε φτύνει αφτός,
να κάθεσαι σκυφτός
και θά 'χεις τα πρωτεία
τη σάπια πολιτεία.
Ο λαός
Έξω του αφέντη αρμάδα
φυλάει, με μπούκα ορθή,
το λείψανό σου, Ελλάδα,
μην ξάφνου αναστηθεί!
Κώστας Βάρναλης
Σάββατο 1 Μαΐου 2010
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω...
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Κ. Καβάφης, Τείχη
Κυριακή 18 Απριλίου 2010
Με το λίχνο της γνώσης...
Οι άνθρωποι έχουν αλυχτήσει. Κρύφτηκαν στις σκιές τους κι οι ψυχές τους εμαράθηκαν σα λουλούδια σκιαγμένα και κατατρεγμένα απ’ τους εαυτούς τους, απ’ τη μαυρίλα του καιρού που κάλυψε τα νώτα τους, κάλυψε τους ίδιους. Κι όσοι δεν ήσαν δυνατοί απόκαμαν εντός τους.
Έλεγε ο Γκεβάρα «Ο άνθρωπος πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής. Όποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτή την τιμή».
Η ζωή μας κάθε φορά που καταδεχόμαστε να εξευτελιστεί με τις μικρότητες του νου μας, με τη στενότητα της καρδιάς μας, με τον ποτισμένο θάνατο εγωισμό μας χάνει το σκοπό της, πεθαίνουμε. Μας αξίζει σ’ αυτή τη ζωή να κάνουμε το χρέος μας μεγαλουργώντας πρωτίστως εντός μας. Και τούτο το χρέος τραβάει μπροστά μόνο με τούτη τη σφραγίδα του Ήλιου.
Και δυο μόνο πράγματα σ’ αυτή την κοσμική ζωή, αντισυμβατικά κι επαναστατικά, μπορούν να δώσουν μπόι στην ψυχή μας. Ο Θεός, η Ορθοδοξία μας κι η γνώση, η απέραντη αυτή κινστέρνα της Επιστήμης· η ανεξάντλητη πηγή, ρέουσα κι ανατροφοδοτούμενη από τα όνειρα, τους κόπους, την καλή πίστη των επιστημόνων εκείνων, που ως υπεραξία στη ζωή τους έχουν τον βαθύτατο πόθο και στόχο να κάνουν τα πράγματα καλύτερα για τον κόσμο.
Κι αν σήμερα ο κόσμος βαδίζει ολοένα και βαθύτερα σ’ ένα αμφιβόλου επιστροφής τέλμα, είναι επειδή πάντα μα πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι, που θα φοβούνται να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα· που θα θεωρούν όλους τους άλλους, που διαφοροποιούνται, κορόιδα και θα είναι τόσο κοντόφθαλμοι, ώστε να τους είναι αρκετό και βολετό, να αναπαύονται στην ασφάλεια της αποτυχίας τους.
«Κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει», για να κάνουν το χρέος τους, κοπιάζοντας και πονώντας, δεχόμενοι τον εμπαιγμό της μάζας, σαν άλλος Χριστός, από αγάπη κι αυτοί ορμώμενοι. Δε νοιάζονται για τους ίδιους, μόνο προσεύχονται να μην λιποψυχήσουν στα μισά του δρόμου. Γιατί ξέρουν βαθιά, πως «η Σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της Ανάστασης». Αυτοί είναι οι αληθινοί κι εμπνευσμένοι Επιστήμονες. Απλοί, σαν όλους τους άλλους…σαν…
Μια χούφτα ανθρώπων, ανόμοιοι μες στους ομοίους τους, διασκορπισμένοι έτσι, τόσο σοφά, ώστε ν’ ανθίζουν στο πέρασμά τους κι άλλα λουλούδια, γόνιμα και δεκτικά…μέχρι να κοκκινίσει η πλάση. Με μόνο τους όπλο τη βαθιά συνείδηση του χρέους, την αγνή καρδιά και τη δια βίου μάθηση και γνώση της Επιστήμης τους. Κι είναι αρκετό να ελπίσουμε σ’ έναν Άγγελο Κυρίου, να φέρει και για μας την είδηση της εσωτερικής μας επανάστασης. Κι όπως λέει κι ο ποιητής…«Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά».
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
Ωδή στον άγνωστο αδερφό
για κείνους που ζουν
από ‘να σου χαμόγελο ξεροκόμματο
στην αφάνεια των χνώτων που ριγούν τ’ αυτιά σου
Επειδή κανείς δεν τους θώρησε ποτέ
έτσι αποτραβηγμένοι απ’ την κεκοσμημένη αυλή σου
και ουδείς τους νοιάστηκε για φίλους…
Τις σπαθιές των ψυχών τους
που τις κρηπίδες σου σκονίζουν
άκου
και τους ακοίμητους πυρσούς
που στη σκιά σου λάμνουν
φίλους αγαπητικούς
μες στην καρδιά σου βαλ’ τους.
Των αδελφών σου μέμνησο
που σε μια κρύπτη μετρική
δοξολογούν τη ριπή μιας αγάπης αφανέρωτης
χέρια αδερφικά, ανταμωμένα
στο διάκενο τ’ ουρανού, Επιφάνια.
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ: "Ένδον σκάπτε"
«Εύγε, μου είπε, και ανάγνωση γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις
αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις…». Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί
«Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους. Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο […] είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός –η μόνη ίσως οδός– προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.». Ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη κατά την απονομή του Νόμπελ
«Θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε ένα έργο τέχνης ως εξής: ως μια βαθιά ενδόμυχη ομολογία, στην οποία προβαίνει κανείς υπό το πρόσχημα μια ανάμνησης, μιας εμπειρίας ή ενός γεγονότος. Αφού αποσυνδεθεί από το δημιουργό της, η ομολογία αυτή μπορεί να υπάρξει αφ’ εαυτής. Ετούτη η αυτονομία του έργου τέχνης είναι αυτό που καλείται ομορφιά. Με κάθε έργο τέχνης έρχεται στον κόσμο κάτι καινούριο, ένα ακόμη πράγμα». Rainer Maria Rilke
«…Κάποια μεσάνυχτα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις». Γιώργος Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι
«Ένδον σκάπτε· ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτης», Μάρκος Αυρήλιος, Εις εαυτόν Ζ 59.
Εις σε προστρέχουμε Τέχνη της Ποιήσεως, όπως λέει κι ο Αλεξανδρινός…εις σε για να ελπίσουμε να φτάσουμε το σχήμα του Αγγέλου, εκείνη την πραγματικότητα που φτιάχτηκε για μας, μα στερηθήκαμε απ’ την τυφλότητά μας…Άλλωστε...
"Το ελπίζει ο Θεός,
πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών
δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος". Βρεττάκος.
Κυριακή 7 Μαρτίου 2010
Το τρίτο μάτι
όπως σκυφτός ο ήλιος στεφανώνει τους ταξιδιώτες
κι οπή στη θάλασσα ανοίγει
θηκάρι των λυγμών που πέρασαν.
Ερχόμενος, αερικός
δρόμος παλιός που σώνεται
κι εσύ στην άμπωτη συνοδίτης της φυγής μου
κύμα που ξεβράζεται στα νώτα.
Έχουμε σαλπάρει για τον ήλιο
κι εσύ παραπλέεις το χτες
μα είν’ τ’ αμπάρια μας ξεχειλισμένα από αλήθεια
οι ανύπαρκτοι δεν μνημονεύονται ούτε στα όνειρα, διωγμός.
Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010
Σχόλια
Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010
Μια φορά κι έναν καιρό
όπως λεν' τα παραμύθια
κυνηγούσα τ' όνειρο
για να μάθω την αλήθεια.
Να 'ναι ήλιος, να 'ναι αστέρι;
Ποιος την είδε ποιος την ξέρει.
Αχ γιατί, αχ γιατί
μοιάζει με καρδούλα κλειστή;
Μια φορά κι έναν καιρό
κάποιος άγγελος διαβάτης
σ' ακρογιάλι λαμπερό
είχε γράψει τ' όνομά της.
Μα σαν πέρασε τ' αγέρι
ποιος την είδε ποιος την ξέρει.
Αχ γιατί, αχ γιατί
να 'ναι σα μια σπίθα σβηστή;
Μια φορά κι έναν καιρό
στην φωτιά και στον αγώνα
την αντίκρισα θαρρώ
σαν μια κόκκινη σταγόνα.
Μα πριν βγει το καλοκαίρι
ποιος την είδε ποιος την ξέρει.
Αχ γιατί, αχ γιατί
να 'χει στη ζωή ξεχαστεί.
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010
Κι όταν κάποτε θα πρέπει να διδάξεις
Κι όταν κάποτε θα πρέπει να διδάξεις
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
Η Σιωπή
ολόγιομο από ευκαιρίες…
Άνοιξε τα μάτια και νιώσε
τα νερά να σ’ εξαγνίζουν
το κελάηδισμα
τα λόγια που περνάνε στην καρδιά
για ζωή αιώνια κι ατελεύτητη.
Εγώ δεν είμαι εκεί.
Αυτός είναι ο δικός σου τόπος.
Εγώ στον έχτισα, θα μπορούσες να πεις
πως σ’ έχω ευεργετήσει κιόλας.
Αν στέρξεις όμως και σταθείς
κι ανοίξεις το πουκάμισό σου
ο βοριάς θα ξεπλύνει τα σωθικά σου
απ’ το νου τον σαλεμένο
και θα ομοιάσεις
τα λόγια σου που φτερώνουν των ανθρώπων τις ψυχές
και θα χαραχτείς
από κάτω ως άνω με το φως της πέτρας μου.
Είναι η σιωπή μου που σου δώρισα ξεμακραίνοντας
και πίσω δεν την παίρνω.
Γιατί εγώ από την άλλη ζω.
Ένα όρος ακαταμάχητο από τις προσφορές του
που αν τις αφήσεις να σε πλησιάσουν
θα λάβεις.
Σου έχω χτίσει ένα βουνό
ολόγιομο σιωπή που κοχλάζει.
Σήκωσε το γερμένο σώμα σου
τον ώμο που σπρώχνει το βουνό
ο φάρος της αλήθειας πώς να πέσει;
Σήκω και φύγε άλλος πια
αφού εντός σου υποταχτείς.
Το νου σα δαμάσεις
για το καλό και το κακό
που πια δεν ξεχωρίζεις
τότε θ’ αστράψει ο κάματος της πάλης
και θα γνωρίσεις πως αγάπη είναι
να παλεύεις εντός σου για τον άλλον.
Ετούτο το πάλεμα να ζήσεις και μακριά
από τις σαρκοβόρες θύμησες θα τρέξεις.
Σου έχω χτίσει ένα βουνό
ολόγιομο απ’ τη σιωπή μου.
Πάρε και στράγγιξε σταγόνα τη σταγόνα
την ψυχή σου που παλεύει στα παλιά
και ποθεί στον κατάμαυρο βυθό
να πνίξει και εμένα.
Εγώ δεν υπάρχω πια, δε με θωρείς
δε με αγγίζεις.
Εγώ από την άλλη ζω.
Σ’ έναν απέραντο ουρανό εντός μου λάμψης.
Την ελευθερία του νου σου σα δαμάσεις
και δεν την ξεπουλάς ανόητα στα Πάθη
τότε θα ομοιάσεις του Θεού το χαμόγελο
που τίμησες ορθά τον σκοπό του ανθρώπου.
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
LA PÁLLIDA MORTE
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ' επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ' όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ' απ' τον καθρέφτη
Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται
Που ενώ με τις ίριδες και με τ' ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ' τ' αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια
Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.
Οδυσσέας Ελύτης, Τα ελεγεία της οξώπετρας (1991)
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, Αλέκος Σπανίδης, Φιλόλογος & Βέτα Γεωργιάδου, Νηπιαγωγός
Περιοδικό "Φιλόλογος", τευχ. 138