Στο ξάρτι το σαθρό
καρφώσανε τον ήλιο
με δάφνες στολισμένο
σαν είν’ εκεί ψηλά
να μη τον φτάνουμε
εμείς του αγέρα οι πότες.
Με της νιότης την αφοβιά
ξορκίσαμε το θνησιγέννητο
χάρτινο καραβάκι. Ελπίσαμε.
Ριγμένοι στα δόντια των καιρών
κι απ’ τα βάσανα πιο πίσω
κι οι πεθαμένοι αμίλητοι.
Γνωρίζανε καλά την πλώρη της ζωής μας.
Θρέψαμε με ξύλο τη νιότη
να επιπλεύσει η ελπίδα
μα πείνασε η ψυχή.
Μαζέψαμε τη θάλασσα
να πλατύνει η καρδιά
μα στένεψε η ζωή
και μείναμε μικροί ακόμη.
Ο ήλιος στο ξάρτι ήρθε στο μπόι μας.
Άρχισε και να μας μοιάζει
σαχλός να παιδιαρίζει στο σεληνόφως
δειλός να κρύβεται στην καταχνιά.
Κι είμαστε μικροί ακόμη.
Τώρα πιο γέροι κι απ’ το ξάρτι αυτό
το ακατάλυτο, το τιμημένο
τί να μας πήγε λάθος και πτωχεύσαμε;
Ανίσως μικροί όπως αρχίσαμε
του ταξιδιού τη νιότη
με μάτια ορθάνοιχτα
του κορμιού μας την ορμή - και του νου-
στο ξάρτι απιθώναμε, το ηλιοφόρο
ωσότου η χάρτινη ροπή
να γίνει στάχτη
να λάβει η καρδιά μας φως κι η ζωή
το πάθος ενός ερωτευμένου.
Να γίνει η γης μιαν επανάσταση
ολόκληροι να υψωθούμε
χέρι το χέρι κι εγώ, κι εσύ, κι ο άλλος
τον πόλεμο να φτάσουμε στο τέλος
στις ζωές που έρχονται ν’ αφήσουμε ζωή
εγώ, κι εσύ, κι ο άλλος
που ρίξαμε τα χάρτινα στις φλόγες
που πλέξαμε στεφάνια στα μαλλιά των Σειρήνων
εγώ, κι εσύ, κι ο άλλος
που μιλήσαμε τους πόνους των θεών
των αγγέλων γυρέψαμε τη βασιλεία
και την επίγεια λαχτάρα:
να ‘σαι θνητός και λεύτερος
ένας δαφνοστεφανομένος ήλιος.
καρφώσανε τον ήλιο
με δάφνες στολισμένο
σαν είν’ εκεί ψηλά
να μη τον φτάνουμε
εμείς του αγέρα οι πότες.
Με της νιότης την αφοβιά
ξορκίσαμε το θνησιγέννητο
χάρτινο καραβάκι. Ελπίσαμε.
Ριγμένοι στα δόντια των καιρών
κι απ’ τα βάσανα πιο πίσω
κι οι πεθαμένοι αμίλητοι.
Γνωρίζανε καλά την πλώρη της ζωής μας.
Θρέψαμε με ξύλο τη νιότη
να επιπλεύσει η ελπίδα
μα πείνασε η ψυχή.
Μαζέψαμε τη θάλασσα
να πλατύνει η καρδιά
μα στένεψε η ζωή
και μείναμε μικροί ακόμη.
Ο ήλιος στο ξάρτι ήρθε στο μπόι μας.
Άρχισε και να μας μοιάζει
σαχλός να παιδιαρίζει στο σεληνόφως
δειλός να κρύβεται στην καταχνιά.
Κι είμαστε μικροί ακόμη.
Τώρα πιο γέροι κι απ’ το ξάρτι αυτό
το ακατάλυτο, το τιμημένο
τί να μας πήγε λάθος και πτωχεύσαμε;
Ανίσως μικροί όπως αρχίσαμε
του ταξιδιού τη νιότη
με μάτια ορθάνοιχτα
του κορμιού μας την ορμή - και του νου-
στο ξάρτι απιθώναμε, το ηλιοφόρο
ωσότου η χάρτινη ροπή
να γίνει στάχτη
να λάβει η καρδιά μας φως κι η ζωή
το πάθος ενός ερωτευμένου.
Να γίνει η γης μιαν επανάσταση
ολόκληροι να υψωθούμε
χέρι το χέρι κι εγώ, κι εσύ, κι ο άλλος
τον πόλεμο να φτάσουμε στο τέλος
στις ζωές που έρχονται ν’ αφήσουμε ζωή
εγώ, κι εσύ, κι ο άλλος
που ρίξαμε τα χάρτινα στις φλόγες
που πλέξαμε στεφάνια στα μαλλιά των Σειρήνων
εγώ, κι εσύ, κι ο άλλος
που μιλήσαμε τους πόνους των θεών
των αγγέλων γυρέψαμε τη βασιλεία
και την επίγεια λαχτάρα:
να ‘σαι θνητός και λεύτερος
ένας δαφνοστεφανομένος ήλιος.
4 σχόλια:
Ζωγραφίζεις με τις αναρτήσεις σου κόυκλα μου.... Να είσαι καλά.
Λυρικότατο το βρίσκω...
Σ' ευχαριστώ Ψυχολόγε...με συγκινείς πολύ...
Κόπος πολύς να γείρεις το κορμί σου στο κατάρτι, με χέρια ελεύθερα, άλλος Οδυσσέας, να γαληνεύσεις ακόμη και τις Σειρήνες...αν βρει η ψυχή σου τα όπλα της...
Σ' ευχαριστώ Μαρία...
Δημοσίευση σχολίου