Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Ώρες ώρες η ζωή ασκεί επάνω μας μια γλυκιά βία που μας ξυπνά...


Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.

Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.


Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος (1970)


Η παρακμή μιας εποχής... η Ελλάδα που ξεπουλά και ξεπουλιέται, μια αέναη συναλλαγή μέσα στα χρόνια, που τόσο ανίδεα συμπράξαμε και τώρα; Τώρα αναγνωρίζουμε τα ίχνη των λαθών μας, στ' απομεινάρια όσων καταρρέουν, τα τραγικά μας λάθη, που δεν ήταν των θεών η μανία, αλλά των ανθρώπων η μωρία... η αυτοκαταστροφή μας.

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Αλκίνοος Ιωαννίδης - Φάτα Μοργκάνα

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΤΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ...

Ήθελα πολύ να μοιραστώ μαζί σας αυτό το τραγούδι σε ερμηνεία του Αλκίνοου Ιωαννίδη...και με κάποιους φίλους που δεν το πρόλαβαν χθες στη συναυλία του... Δυστυχώς το βρήκα σ' αυτή την ποιότητα, αλλά δεν πιστεύω ότι θα μας πειράξει και πολύ, γιατί η ποίηση του Καββαδία νιώθεται άμεσα απ' τον άνθρωπο κι η φωνή του Αλκίνοου μιλά στις αισθήσεις...

Παραθέτω τους στίχους...

"Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό

στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου

σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό

που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.

Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.

Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.

Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,

οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,

όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί

χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες τού Σινά.

Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.

Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,

μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει".

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Β´

Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -τὸ φοβερὸ παφλασμό.

Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.


Γιώργος Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Έαρ σαν πάντα

Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλωτου χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ’ έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της
Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλείτερος καϋμός απ’ τον δικό της
Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κ’ εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη ωραιότατη.
Ελπίδα μας αυριανή.



Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα 1945

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

What the thunder said

My friend, blood shaking my heart
The awful daring of a moment's surrender
Which an age of prudence can never retract
By this, and this only, we have existed
Which is not to be found in our obituaries
Or in memories draped by the beneficient spider
Or under seals broken by the lean solicitor
In our empty rooms

T.S. Eliot, The Waste Land (1922)