για κείνους που ζουν
από ‘να σου χαμόγελο ξεροκόμματο
στην αφάνεια των χνώτων που ριγούν τ’ αυτιά σου
Επειδή κανείς δεν τους θώρησε ποτέ
έτσι αποτραβηγμένοι απ’ την κεκοσμημένη αυλή σου
και ουδείς τους νοιάστηκε για φίλους…
Τις σπαθιές των ψυχών τους
που τις κρηπίδες σου σκονίζουν
άκου
και τους ακοίμητους πυρσούς
που στη σκιά σου λάμνουν
φίλους αγαπητικούς
μες στην καρδιά σου βαλ’ τους.
Των αδελφών σου μέμνησο
που σε μια κρύπτη μετρική
δοξολογούν τη ριπή μιας αγάπης αφανέρωτης
χέρια αδερφικά, ανταμωμένα
στο διάκενο τ’ ουρανού, Επιφάνια.
Διευκρινιστικά σχόλια:
Είναι αναγκαίο να γίνει αντιληπτή η βαθμηδόν εξέλιξη των "αυλικών" σε "φίλους αγαπητικούς" κι έπειτα σε "αδελφούς". Από την πανταχού παρούσα απόσταση κι αφάνεια των "αυλικών-αδελφών" περνάμε στην ύψιστη φανέρωση, "Επιφάνια", στη νόηση των "αυλικών" και του αποσιωποιημένου αντικειμένου αναφοράς ως ισάδελφων.