Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Η Σιωπή

Σου έχω χτίσει ένα βουνό
ολόγιομο από ευκαιρίες…
Άνοιξε τα μάτια και νιώσε
τα νερά να σ’ εξαγνίζουν
το κελάηδισμα
τα λόγια που περνάνε στην καρδιά
για ζωή αιώνια κι ατελεύτητη.
Εγώ δεν είμαι εκεί.
Αυτός είναι ο δικός σου τόπος.
Εγώ στον έχτισα, θα μπορούσες να πεις
πως σ’ έχω ευεργετήσει κιόλας.

Αν στέρξεις όμως και σταθείς
κι ανοίξεις το πουκάμισό σου
ο βοριάς θα ξεπλύνει τα σωθικά σου
απ’ το νου τον σαλεμένο
και θα ομοιάσεις
τα λόγια σου που φτερώνουν των ανθρώπων τις ψυχές
και θα χαραχτείς
από κάτω ως άνω με το φως της πέτρας μου.

Είναι η σιωπή μου που σου δώρισα ξεμακραίνοντας
και πίσω δεν την παίρνω.
Γιατί εγώ από την άλλη ζω.
Ένα όρος ακαταμάχητο από τις προσφορές του
που αν τις αφήσεις να σε πλησιάσουν
θα λάβεις.

Σου έχω χτίσει ένα βουνό
ολόγιομο σιωπή που κοχλάζει.
Σήκωσε το γερμένο σώμα σου
τον ώμο που σπρώχνει το βουνό
ο φάρος της αλήθειας πώς να πέσει;

Σήκω και φύγε άλλος πια
αφού εντός σου υποταχτείς.
Το νου σα δαμάσεις
για το καλό και το κακό
που πια δεν ξεχωρίζεις
τότε θ’ αστράψει ο κάματος της πάλης
και θα γνωρίσεις πως αγάπη είναι
να παλεύεις εντός σου για τον άλλον.
Ετούτο το πάλεμα να ζήσεις και μακριά
από τις σαρκοβόρες θύμησες θα τρέξεις.

Σου έχω χτίσει ένα βουνό
ολόγιομο απ’ τη σιωπή μου.
Πάρε και στράγγιξε σταγόνα τη σταγόνα
την ψυχή σου που παλεύει στα παλιά
και ποθεί στον κατάμαυρο βυθό
να πνίξει και εμένα.
Εγώ δεν υπάρχω πια, δε με θωρείς
δε με αγγίζεις.
Εγώ από την άλλη ζω.
Σ’ έναν απέραντο ουρανό εντός μου λάμψης.
Την ελευθερία του νου σου σα δαμάσεις
και δεν την ξεπουλάς ανόητα στα Πάθη
τότε θα ομοιάσεις του Θεού το χαμόγελο
που τίμησες ορθά τον σκοπό του ανθρώπου.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

LA PÁLLIDA MORTE

Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ' επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ' όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ' απ' τον καθρέφτη


Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται

Ω και αν έχω! Αλλά πως με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Που ενώ με τις ίριδες και με τ' ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ' τ' αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια

Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια

Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια
σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο
ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.



Οδυσσέας Ελύτης, Τα ελεγεία της οξώπετρας (1991)

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Ω! Οι αποχωρισμοί!! Τα πρώτα μαρτύρια της ζωής του ανθρώπου. Κι ωστόσο απαραίτητα. Για να περάσουμε από την απόλυτη υποταγή στους νόμους της Ανάγκης, στην πλήρη εξάρτηση από τη φροντίδα των οικείων και ύστερα, αρκετά ύστερα για τον άνθρωπο, στην κατάκτηση της ικανότητας για αυτοσυντήρηση.
Όμως, και με την ικανότητα της αυτοσυντήρησης κατακτημένη, ο άνθρωπος κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα της πιο στείρας μοναξιάς.

"Αν λείψει η προσοχή ενός βλέμματος, η στοργή μιας φωνής, ένα απαλό χάδι, η θέρμη μιας χειρονομίας, αν απομείνει χωρίς κάποιο αγαπημένο πρόσωπο να του επιστρέφει το πρόσωπό του, ο άνθρωπος, χαμένος, αποβαίνει στο σώμα του όγκος σάρκας που επανέρχεται στην ανωνυμία, ακινητοποιείται ως προς το γίγνεσθαι εαυτού, περιορίζεται στο διάλογο με το σώμα του χρησιμοποιώντας φαντασιώσεις και υποκατάστατα".

Φρικτά πράγματα λέει η Φρανσουάζ Ντολτό! Φρικτά!

Σε όλη μας τη ζωή τρόπους αναζητούμε να απαλύνουμε την οδύνη της μοναξιάς μας. Αλλά οι τρόποι μέσα στον ορισμό του ανθρώπου βρίσκονται. Στη γλώσσα που γίνεται κατανοητή από τον άλλον. Στη χαρά της επικοινωνίας. Στο έργο της δημιουργίας.

Και σιμά σ' αυτά η ευλογία της Φύσης. Αυτής της άλλης Μητέρας που επιμένει να μας περιέχει παρ' όλα τα δικά μας τα εχθρικά φερσίματά μας.

Ναι, ναι! Η Φύση επιμένει να φυλάττει για τον άνθρωπο ευλογημένους τόπους, να απαλύνει την οδύνη της μοναξιάς του. [...]

Ότι ιδού έρχεται ένα φως που ο άνθρωπος οφείλει να το μεταμορφώσει σε χαμόγελο για τον άλλον. Θα είναι το τεκμήριο για τη χαρά της συνάντησης. Δηλαδή της μετάβασης από ένα κατώτερο σε ένα ανώτερο επίπεδο τελειότητας.

Θα έρθουν ήχοι. Μπορεί από ψαλμούς αγγέλων, μπορεί από θορύβους δαιμόνων. Σ' αυτό το σύνορο ο άνθρωπος οφείλει να μάθει να λέει το δικό του τραγούδι.

Θα έρθει μια νοστιμιά κι ευθύς η Γεύση οφείλει να την κυβερνήσει.

Θα έρχονται ξανά και ξανά εκείνες οι ευωδιές της από τα παιδικά μας χρόνια συναπαντημένης λεβάντας. Ας είναι έτοιμη η Όσφρηση να τις υποδέχεται στο Μέγα Ανάκτορο της Αθωότητας. Την αύρα τη λεπτή και το αψύ δρολάπι χρωστά η αφή να μεταπλάθει σε νόημα-ζωή αυτού του κόσμου.

Και μετά ας έρθουν οι στοχασμοί να μας παιδαγωγήσουν.


ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, Αλέκος Σπανίδης, Φιλόλογος & Βέτα Γεωργιάδου, Νηπιαγωγός
Περιοδικό "Φιλόλογος", τευχ. 138

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Τί είναι όμως η διαφάνεια μας είναι γνωστό. Μας είναι τουλάχιστον, εμάς των Ελλήνων, δεδομένη εξ ουρανού. Επομένως το δύσκολο δεν είναι αυτό. Είναι να την κατεβάσουμε -την διαφάνεια εννοώ πάντοτε- από κει ψηλά και να την εφαρμόσουμε στα αισθήματά μας, στις αισθήσεις μας, στις ιδέες μας. Να βλέπουμε, άσχετα, κάποτε κι εναντίον του κατασκευασμένου μας υπερεγώ, μες απ' το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο, ποιοί πραγματικά είμαστε και κατ' ακολουθίαν ποιοί θα μπορούσαμε να είμαστε. Πώς όμως να γίνει; Ζούμε στον αιώνα της ευκολίας. Εδώ πέρα ως και τα λόγια, εάν δεν είναι του καφενείου, δυσκολεύονται να περάσουν -μια περίπτωση που ν' αυτοκτονήσουν όλοι οι Mallarme του κόσμου. Η ιστορία αυτή, όπως θα 'λεγες κι εσύ, δεν έχει τέλος. Περάσαμε από την αισθηματολογία στον υπεραισθητισμό κι από κει στην εγκεφαλικότητα κι από κει στην πολιτικοποίηση. Τα πάντα θα 'λεγες είναι ικανός να σοφίζεται ο άνθρωπος φτάνει να μην υποχρεωθεί να κοιταχτεί καταπρόσωπο. Κι από την πλευρά του κοινού: να μην εκτεθεί ανεπανόρθωτα.

Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1980