"Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι...
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου Βυθού,
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή"
Οδυσσέας Ελύτης
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου
αλλ' από πάνω βάλ' του Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009
Στην άβυσσο
"Το ποίημα «Ελένη» παραπέμπει στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη, σύμφωνα με το οποίο η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία‧ ο πόλεμος έγινε για ένα ομοίωμά της που έστειλαν οι θεοί. Ο Σεφέρης για να μιλήσει (μέσα από το προσωπείο του Τεύκρου, του εξόριστου από την πατρίδα του ιδρυτή της Σαλαμίνας της Κύπρου) για τη διάψευση που νιώθουν όσοι στρατεύτηκαν για την ελευθερία στον πρόσφατο πόλεμο, καταλήγοντας στις συγκαιρινές περιστάσεις της Κύπρου, που οι σύμμαχοι του πολέμου τής στερούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση".
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
(απόσπασμα από το ποίημα "Ελένη", στ.42-68)
Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες, σελ. 245, 252-254, εκδ. Ίκαρος 2008
Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009
Φθινοπωρινό τοπίο
Ακόμη ταξιδεύω σε δρόμους ακυβέρνητους
μ’ ένα σεντόνι αχνισμένο
πάνω απ’ το κεφάλι μου. Κοιτώ ψηλά.
Ο άλλοτε μπροστάρης ήλιος τώρα με τυφλώνει,
καθώς τον κοιτώ επίτηδες.
Άλλοτε το γαλάζιο σπάει
-σαν ανάσα που πεθυμάει να βγει-
τούτη τη θρονιασμένη καταχνιά.
Δεν είναι στατική. Εναλλάσσεται,
Μα πάντα κάτι ποθεί να μου στερήσει.
Πόσο άδικα άρπαγη είναι.
Η αφάνεια καλύπτει τους ακέραιους
που μοιάζει να πνίγονται εντός της.
Μα δε χάνονται. Είναι εκεί
σαν τα ψηλά βουνά,
που τους κόβουν το κεφάλι, τους κόβουν
το σώμα και μένουν κάτι πόδια…
δεν τα γνωρίζεις.
Μα έχουνε δικό τους, σαν αυτόχθονες,
της γης το στέρεο πάτημα.
Τη νύχτα δε βλέπω χρώματα.
Βλέπω ανθρώπους.
Οι περισσότεροι περίεργα ντυμένοι
έχουν για νυχτοκάματο
τη θολότητα της μέρας,
την κουβαλούν ολημερίς στις τσέπες τους
σα μια κάλπικη πεντάρα που σε τρώει,
που σε τρώει και δε βρίσκεις
πώς να την ξεφορτωθείς…
Έτσι με κέρδη αμφίβολα
παζαρεύουν ό, τι κουβαλούν ακέραιο
πιο κάτω απ’ το πετσί τους,
ποντάροντας με γνώση
στα οφέλη ετούτης της ψευτιάς.
Ξεχνούν πως έχουν το φθινόπωρο
μες στις καρδιές τους,
πως δεν ξεντύνεται έτσι εύκολα η ψυχή
αν δεν τη ντύσεις γρήγορα με κάτι παραπάνω.
Παραπάνω, παρακάτω δεν έχει σημασία…
Οι άνθρωποι που κοιτώ τη νύχτα
Είναι ακυβέρνητοι…
Αθήνα, 16/10/09
μ’ ένα σεντόνι αχνισμένο
πάνω απ’ το κεφάλι μου. Κοιτώ ψηλά.
Ο άλλοτε μπροστάρης ήλιος τώρα με τυφλώνει,
καθώς τον κοιτώ επίτηδες.
Άλλοτε το γαλάζιο σπάει
-σαν ανάσα που πεθυμάει να βγει-
τούτη τη θρονιασμένη καταχνιά.
Δεν είναι στατική. Εναλλάσσεται,
Μα πάντα κάτι ποθεί να μου στερήσει.
Πόσο άδικα άρπαγη είναι.
Η αφάνεια καλύπτει τους ακέραιους
που μοιάζει να πνίγονται εντός της.
Μα δε χάνονται. Είναι εκεί
σαν τα ψηλά βουνά,
που τους κόβουν το κεφάλι, τους κόβουν
το σώμα και μένουν κάτι πόδια…
δεν τα γνωρίζεις.
Μα έχουνε δικό τους, σαν αυτόχθονες,
της γης το στέρεο πάτημα.
Τη νύχτα δε βλέπω χρώματα.
Βλέπω ανθρώπους.
Οι περισσότεροι περίεργα ντυμένοι
έχουν για νυχτοκάματο
τη θολότητα της μέρας,
την κουβαλούν ολημερίς στις τσέπες τους
σα μια κάλπικη πεντάρα που σε τρώει,
που σε τρώει και δε βρίσκεις
πώς να την ξεφορτωθείς…
Έτσι με κέρδη αμφίβολα
παζαρεύουν ό, τι κουβαλούν ακέραιο
πιο κάτω απ’ το πετσί τους,
ποντάροντας με γνώση
στα οφέλη ετούτης της ψευτιάς.
Ξεχνούν πως έχουν το φθινόπωρο
μες στις καρδιές τους,
πως δεν ξεντύνεται έτσι εύκολα η ψυχή
αν δεν τη ντύσεις γρήγορα με κάτι παραπάνω.
Παραπάνω, παρακάτω δεν έχει σημασία…
Οι άνθρωποι που κοιτώ τη νύχτα
Είναι ακυβέρνητοι…
Αθήνα, 16/10/09
Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009
Για τον βίο και το ζην
Μην πιστέψετε πως ό,τι ωραίο και δυνατό καταλήγει "άσχημα και συνηθισμένα". Δεν μπορεί να τελειώνει έτσι διότι, αν υπήρξε ωραίο και δυνατό, τότε δεν τελειώνει καθόλου. Εξακολουθεί να επιδρά μέσα από αέναες μεταμορφώσεις, μόνο που συχνά οι μεταμορφώσεις αυτές ξεπερνούν κατά πολύ την αντίληψη και την αντοχή μας: συχνά, όταν ένα συμβάν μάς παγώνει ή με άλλο τρόπο ξεσκεπάζεται βίαια μπροστά στα μάτια μας χάνοντας φύλλα και ανθούς, σκάβουμε σοκαρισμένοι το χώμα γύρω του και τρομάζουμε απ' την ασχήμια της ρίζας απ' την οποία φυτρώνει αυτό που μας φαίνεται μοιραίο: είμαστε σχεδόν ανίκανοι να φανούμε δίκαιοι απέναντι σε ό,τι εκδηλώνεται και, σαν να στρεφόμασταν με μοχθηρία και εκδικητικότητα κατά του ίδιου μας του εαυτού, σπεύδουμε να αποκαλέσουμε άσχημο ό,τι απλούστατα αδυνατούμε να κατατάξουμε στο συρμό της ομορφιάς που τυχαίνει να ακολουθείται εκείνην ακριβώς τη στιγμή. Τις περισσότερες φορές δεν πρόκειται παρά για μια -συχνά βεβαίως σχεδόν αβάσταχτη- μετατόπιση της προσοχής μας.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Η σοφία του Ρίλκε. Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009
Γονική γη
Δεν έμεινε γης να σε πατώ
στους σταυρωμένους μου ορίζοντες
οι ελπίδες καταδύονται,
τα λόγια μου για σένα
φλόγες σβήνουν πάνω στο νερό,
ο καβαλάρης χρόνος
καλπάζει θριαμβευτικά
πάνω στο αχνισμένο χώμα
και με το μαστίγιό του
δίνει τη χαριστική βολή.
Στη γη τη γονική
βαδίζουμε ανέκφραστοι
σα μια κέρινη αχλύ
στου μέλλοντος το νεκρικό μας πέρασμα.
Με πληγές σκάβουμε την ιστορία
με τα χέρια μας σκεπάζουμε το χώμα
θάβουμε τις αχτίδες του ήλιου
πριν βρούνε γη
πριν μας φωτίσουν
γιατί μείναμε γυμνοί,
κι ύστατη προσπάθεια
να δαγκώνουμε την αλήθεια
μη μας κάψει…
Γέμισεν η γης με στάχτες
κι εστέρεψαν οι ουρανοί.
Κόσμε μου, δείξε μου
γιατί να σ’ αγαπώ ακόμη…
στους σταυρωμένους μου ορίζοντες
οι ελπίδες καταδύονται,
τα λόγια μου για σένα
φλόγες σβήνουν πάνω στο νερό,
ο καβαλάρης χρόνος
καλπάζει θριαμβευτικά
πάνω στο αχνισμένο χώμα
και με το μαστίγιό του
δίνει τη χαριστική βολή.
Στη γη τη γονική
βαδίζουμε ανέκφραστοι
σα μια κέρινη αχλύ
στου μέλλοντος το νεκρικό μας πέρασμα.
Με πληγές σκάβουμε την ιστορία
με τα χέρια μας σκεπάζουμε το χώμα
θάβουμε τις αχτίδες του ήλιου
πριν βρούνε γη
πριν μας φωτίσουν
γιατί μείναμε γυμνοί,
κι ύστατη προσπάθεια
να δαγκώνουμε την αλήθεια
μη μας κάψει…
Γέμισεν η γης με στάχτες
κι εστέρεψαν οι ουρανοί.
Κόσμε μου, δείξε μου
γιατί να σ’ αγαπώ ακόμη…
Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009
Επέτειος ρομαντισμού!
Πέρασαν κιόλας δυο χρόνια από τότε που αυτός ο χώρος έγινε το μέσον της φωνής της ψυχής μου. Όλοι εσείς αγκαλιάσετε τους ήχους της και με τιμήσατε με τους δικούς σας. Ευγνώμων για τη στήριξή σας. Σας ευχαριστώ για όλα όσα μοιραζόμαστε, για την πολύτιμη προσφορά σας στην ψυχή μου, μέσα απ’ τις δικές σας δημιουργίες στους δικούς σας τόπους τέχνης. Υπόσχεση και πρόκληση να συνεχίσουν να συναντώνται οι ιδέες μας κι οι ανάγκες των ψυχών μας εδώ, σ’ αυτόν τον καθρέφτη της ζωής μου. Αστείρευτος γαρ ο λόγος περί ρομαντισμού…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)