Ο ποιητικός λόγος εκπροσωπεί ένα γλωσσικό "παροξυσμό" που κινητοποιείται από την πρωτεϊκή ανάγκη για την υπέρβαση της συμβολικής προτασιακής γλώσσας. [...] Η "ποίηση", επισημαίνει ο Valery, "είναι μια προσπάθεια να αποδοθούν με έναρθρο λόγο εκείνα τα πράγματα, ή εκείνο το πράγμα, που προσπαθούν θολά και σκοτεινά να εκφράσουν τα δάκρυα, οι κραυγές, τα φιλιά, οι αναστεναγμοί" (Loewald 1978, 268), αυτές οι confuses paroles (τα συγκεχυμένα λόγια, κατά τον Baudelaire, της φυσικής σήμανσης της εμπειρίας. "Θολά και σκοτεινά". Ο μόνος τρόπος που διαθέτει η συμβολική γλώσσα για να "παλινδρομήσει" προς αυτή τη χαμένη, "θολή" και "σκοτεινή" βιωματική αμεσότητα είναι μέσω των "θολών" και "σκοτεινών" συστατικών - των δεικτικών συστατικών της, που κατάγονται απώτατα από αυτή τη σκοτεινή βιωματική αφετηρία. Αυτό τον τρόπο δείξης επιχειρεί ο ποιητικός λόγος να πασπαλίσει -σα χρυσόσκονη, όπως θα έλεγε ο Barthes- πάνω σε ολόκληρο το σώμα της γλώσσας, στην προσπάθεια να προσεγγίσει γλωσσικά τη χαμένη "πρώτη γλώσσα" της αδιαμεσολάβητης σήμανσης της εμπειρίας, να "διορθώσει"΄, όπως θα έλεγε ο Mallarme, "το ελάττωμα των γλωσσών" -το "φόνο" της βιωματικής αμεσότητας. "Ο ήχος πρέπει να μοιάζει σαν ηχώ του νοήματος", λέει ένας άλλος ποιητής, ο Pope (Jacobson 1981, 44).
Ένα σπουδαίο παράθεμα, από σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών στο πλαίσιο μιας γλωσσολογικής αναζήτησης για τη φύση και τα όρια αυτής της εκδοχής του ανθρώπινου λόγου, της ποίησης.
Πηγή: Γιάννης Βελούδης, Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα